υφαρμόζω

υφαρμόζω
και αττ. τ. ὑφαρμόττω Α [ἁρμόζω]
1. προσαρμόζω κάτι κάτω από κάτι άλλο·2. συνενώνω κάτι με κάτι άλλο («ὡς ὑφαρμόσειε τῇ μασχάλῃ», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”